- περιθρύπτω
- Ακατακερματίζω, κομματιάζω από παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek